σύγκραμα

σύγκραμα
το смесь; сплав

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σύγκραμα" в других словарях:

  • σύγκραμα — mixture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκραμα — τὸ, Α [συγκεράννυμι] κράμα, μίγμα …   Dictionary of Greek

  • συγκραμάτων — σύγκραμα mixture neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράματι — σύγκραμα mixture neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράματος — σύγκραμα mixture neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TENOS — I. TENOS Laconiae urbs. Steph. II. TENOS vulgo Teno, insul. parva in Aegaeo mari, una Cycladum, in qua urbs est eiusdem nominis, quam propter aquarum abundantiam, Aristoteles Hydrussam appellatam dicit, alioqui Ophiusam. Plin. l. 4. c. 12. Steph …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • σύγκριμα — το, ΝΜΑ [συγκρίνω] νεοελλ. 1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων 2. (πετρογρ.) μέρος τής φύσης ή τής σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»